εμπορευματολογία

εμπορευματολογία
η
η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των εμπορευμάτων από εμπορική σκοπιά, η εμπορευματογνωσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμπορευματολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εμπορευμάτων, της ιστορίας τους, της προέλευσης, των φυσικών και χημικών τους χαρακτηριστικών, των ιδιοτήτων, των εφαρμογών και της παραγωγής τους. Στην πραγματικότητα η ε. αποτελεί σύνθεση πολλών… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • εμπορευματογνωσία — η εξάσκηση και ικανότητα στη σωστή εκτίμηση τής αξίας τών εμπορευμάτων (βλ. και εμπορευματολογία) …   Dictionary of Greek

  • εμπορευματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμπορευματολογία …   Dictionary of Greek

  • εμπορευματολόγος — ο αυτός που ασχολείται με την εμπορευματολογία …   Dictionary of Greek

  • μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… …   Dictionary of Greek

  • εμπορευματογνωσία — η η εμπορευματολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπορευματολόγος — ο αυτός που ασχολείται με την εμπορευματολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”